ΤΑ ΡΟΥΓΚΑΤΣΑΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΩΝ Οι μεταμφιέσεις αποτελούν ένα από
τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα του Δωδεκαημέρου και μάλιστα επισφραγίζουν
το κλείσιμο αυτής της εορταστικής περιόδου καθώς τελούνται κοντά στη
γιορτή των Φώτων. Τα δρώμενα αυτά πολύ παλιά συνηθίζονταν παντού,
αργότερα περιορίστηκαν στη Βόρειο Ελλάδα όπου
και τελούνται σχεδόν μέχρι σήμερα. Λαμβάνουν διάφορες μορφές.
Αλλού είναι μια ομάδα νέων ανθρώπων που φορούν ζωόμορφες μάσκες και ντύνονται δέρματα ζώων και μεγάλα κουδούνια, αλλού έχουν πιο περίτεχνες προσωπίδες και μεταμφιέσεις που διέπονται από αισθητική, αλλού στο θίασο προστίθενται και ανθρώπινοι ρόλοι συνήθως ένα γονιμικό ζευγάρι γαμπρός –νύφη, αλλού οι ρόλοι αυτοί αυξάνονται με την προσθήκη στο θίασο της γιαγιάς του παππού , κοριτσιών, γιατρού, δάσκαλου κλπ οπότε ο θίασος είναι έτοιμος να προχωρήσει κάποιες τελετουργικές δραματοποιήσεις στις οποίες οι ερευνητές εντοπίζουν τη γέννηση του θεάτρου και τις αποκαλούν προαισθητικές μορφές θεάτρου. Αλλού έχει ξεκοπεί εντελώς από το πρωτόγονο παρελθόν και το παγανιστικό πλαίσιο αι έχει καταλήξει να είναι μια γιορτή ήπιων μεταμφιέσεων με σάτιρα, και γλέντι όπως τα Ραγκουτσάρια της Καστοριάς. Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μεταμφιέσεις αναπαριστούν πνεύματα και δυνάμεις της φύσης καθώς και προγονικές ψυχές στα οποία γίνεται επίκληση για να βοηθήσουν στην επερχόμενη νέα καλλιεργητική περίοδο και την καλή σοδειά των δημητριακών. Η προσθήκη κουδουνιών σκοπό έχει να διώξει κάθε κακό και ταυτόχρονα με το θόρυβο και τα πηδήματα να ξυπνήσει το σπόρο σταριού που κοιμάται μέσα στη γη για να αρχίσει να βλαστήσει. Τον ίδιο ευετηριακό σκοπό φαίνεται να υποστηρίζουν και οι θίασοι με ανθρώπινους ρόλους όπου κεντρική θέση έχει το γονιμικό ζευγάρι του γαμπρού και της νύφης. Η λέξη Ρουγκατσάρια φαίνεται πως σχετίζεται με την αρχαιότητα, οι rogatores των Ρωμαίων που γυρίζουν και μαζεύουν φιλοδωρήματα. Η λέξη Λουγκατζάρια σύμφωνα με ορισμένους προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων Λύκος και Κάντζαρος και αποδίδει τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις που συνδυάζονται με την πειρακτική και αλλοπρόσαλλη μορφή των Καλικαντζάρων. Την αρχέγονη ωστόσο μορφή όπου ο θίασος προβαίνει και σε τελετουργικές δραματοποιημένες παραστάσεις, θα την γνωρίσουμε στα Ρουγκατσιάρια της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας στις κοινότητες τω Καραγκούνηδων. Ξεκινούν την 2 ή την 3η ημέρα του Ιανουαρίου και κορυφώνονται τα Φώτα. Συχνά θίασοι θέλοντας να επισκεφθούν όσο γίνεται περισσότερα χωριά βαστούν το έθιμο μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου. Η σύνθεση του θιάσου στον οποίο συμμετέχουν μόνο νέοι άνδρες συνήθως ανύπαντροι έχει ως εξής. Στο κέντρο βρίσκεται ο γαμπρός ντυμένος με φουστανέλα, και η νύφη την οποία υποδύεται ένας όμορφος νέος ντυμένος με την επίσημη νυφική φορεσιά και τα κοσμήματά της. Η νύφη βαστά τσάντα για τα φιλοδωρήματα και μήλο που το παίζει όταν βαδίζει. Στον αντίποδα αυτού του ζευγαριού υπήρχε το ζευγάρι του παππού και της γιαγιάς – βαβάς. Ο παππούς φορά βαριά μάλλινα ρούχα, ο δε άντρας που υποδύεται τη γιαγιά φορά μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και τα μαύρα μάλλινα ρούχα που συνήθιζαν να φορούν οι ηλικιωμένες καραγκούνες. Ο παππούς και η γιαγιά κάνουν χοντροκομμένους αστεϊσμούς και μάλιστα σατιρίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Γύρω τους νέοι με παλιά ανδρικά και γυναικεία ρούχα φορεμένα ανάποδα, με δέρματα ζώων, ζωσμένοι κουδούνια κρατούν ξύλινα σπαθιά κάποτε και αληθινά και αναλαμβάνουν να περιφρουρήσουν το ζευγάρι και ιδιαίτερα τη νύφη, από όποιον τολμήσει να την πειράξει ή να την αρπάξει.. Είναι οι αράπ’δες ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών… «Κάτσι καλά θα σι δώσου στουν Αράπ’» φοβέριζαν παλιά οι μανάδες τα άτακτα παιδιά. Αργότερα στο θίασο προστέθηκαν ο γιατρός , οι κοπέλες-φίλες της νύφης (τις υποδύονται άνδρες) καθώς και πρόσωπα που σατιρίζουν την επικαιρότητα στην σύγχρονη εποχή Απαραίτητος στη συνοδεία ήταν και ρουγκατσιάρης με το γαϊδουράκι ή το μουλάρι όπου εκεί έχε δισάκια και δοχεία για να μαζεύει τις προσφορές σε φαγώσιμα. Ο κάθε θίασος προσπαθούσε να έχει και οργανοπαίκτες στην σύνθεση του για να χορεύουν και να διασκεδάζουν τόσο οι ίδιοι όσο και ο κόσμος όπου πήγαιναν. Οι Ρουγκατσιαραίοι έπρεπε να πάνε σε όλα τα σπίτια του χωριού και μετά σε άλλα γειτονικά χωριά. Μερικοί αψηφούσαν τις άσχημες καιρικές συνθήκες, κρύο, χιόνια, βροχές, λάσπες πήγαιναν και σε μακρινά χωριά. «Σκόνουμάσταν απου δώ απ’ τη Μαγούλα κι έβγινάμι μέχρι την Παραπράστανη (Προάστιο). Κι τι λες ισύ.. Δρόμους πθινά λάσπις και κρύα αλλα μείς δεν έκανάμι πίσω δεν είχαμι τίπουτας άλλου τότις διασκέδαση… Εβλιπάμι κι κουρίτσια σι άλλα χουριά.» Στο δρόμο οι αράπηδες χόρευαν, και πηδούσαν κουνώντας τα σπαθιά και τα κουδούνια τους σαν δαιμονισμένοι και τρόμαζαν τους περαστικούς. Οι θαρραλέοι προσπαθούσαν να πειράξουν τη νύφη, να την τσιμπήσουν, να τη φιλήσουν ακόμα και να την αρπάξουν και τότε γίνονταν μεγάλος καυγάς. Ήταν αβάσταχτη ντροπή για τα Ρουγκάτσια να κλέψουν τη νύφη. Μαθεύονταν σε όλα τα χωριά … Φυσικά δύσκολα τα κατάφερναν να πιάσουν τη νύφη να την «τσακώσουν» αφο’υ τη φρουρούσαν οι αράπηδες. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πηδούσαν και χόρευαν στην αυλή, έκαναν θόρυβο με τα κουδούνια, πείραζαν τον κόσμο, τους χτυπούσαν ελαφρά με τα μεγάλα ξύλινα ραβδιά, τις μαντζιούκες που κρατούσαν έτσι για το καλό για να είναι γεροί για όλη τη χρονιά. Κάποτε έβαζαν το νοικοκύρη ή άλλο μεγάλο άντρα να ξαπλώσει καταγής και να τον πατήσει ο Ρουγκατσιάρης στην πλάτη. Το χαν για καλό… Ακολουθούσαν τα κεράσματα τσίπουρο, κρασί, μεζέδες από τα χοιροσφάγιο συνήθως αλευριά , λουκάνικα, τσιγαρίδες και τηγανιές. Ακόμα κουραμπιέδες καμωμένοι με το λίπος του γουρουνιού. Στον ρουγκατσιάρη που είχε το μουλάρι με τα δοχεία και τα ταγάρια έδιναν τις προσφορές τους, τσιγαρίδες, αλευριά (είδος πηκτής) κομμάτια από το χοιροσφάγιο και γευστικά λουκάνικα. Οι Ρουγκατσιαραίοι όμως δεν περιορίζονταν στις εθελούσιες προσφορές. Φοβεροί και τρομεροί με τα σπαθιά τους άρπαζαν λουκάνικα που τα είχαν κρεμασμένα έξω στο χαγιάτι του σπιτιού για να στεγνώσουν. Έμπαιναν με το ζόρι μέσα στο σπίτι, ανακάτευαν τα πάντα στη κουζίνα και ότι έβρισκαν το άρπαζαν. Ταυτόχρονα όμως είχαν την ευκαιρία να δούν τα κορίτσια του σπιτιού… που κρυφοκοιτούσαν πίσω από τα παραθύρια… Στο χορό που γίνονταν στην αυλή άμα ήθελαν χόρευαν και οι ένοικοι και οι επισκέπτες . Ήαν μια καλή ευκαιρία για τα ανύπαντρα παιδιά να δούν τα κορίτσια και πολλές φορές την επόμενη μέρα αντί για Ρογκατσιάρηδες στο σπίτι ερχόταν ο προξενητής. Παρόλο που τα Ρουγκάτσια έκαναν θόρυβο πείραζαν και άρπαζαν φαγώσιμα ήταν πάντα καλοδεχούμενα και οι παλιοί νοικοκυραίοι όσο φτωχοί και αν ήταν έκαναν το κουμάντο τους ώστε τίποτα να μη λείψει την μέρα που θα έρχονταν Ρουγκατσιάρηδες στο σπίτι. Ανησυχούσαν μη τους ξεχάσουν και δεν περάσουν και από το σπίτι τους και τότε… Αλίμονο δεν θα πήγαινε καλά η χρονιά, η σοδειά δεν θα ήταν καλή, τα ζώα δε θα είχαν παραγωγή… Τι θα γένουνταν με τα παιδιά; Θα έρχονταν προξενιές ή θα ξιαπόμειναν κούτσουρα: Οι φόβοι του αφέντη του σπιτιού που στη θέα και μόνο του τρομερού θιάσου και στα παιχνιδίσματα της νύφης διαλύονταν… Εδώ θα πρέπει να σχολιάσουμε και μια χαρακτηριστική δραματοποιημένη πράξη που την έκαναν αρκετοί θίασοι άλλοτε στα σπίτια που πήγαιναν άλλοτε στο τελικό γλέντι που έστηναν. Σε κάποια στιγμή λιποθυμούσε τάχατες ο γαμπρός και έπεφτε καταγής. Ο θίασος πάγωνε, οι αράπηδες κουνούσαν ανήσυχοι τα κουδούνια τους, ζητούσαν από τη νύφη να διαβεί πάνω από το γαμπρό τρείς φορές παίζοντας το μήλο και να τον φιλήσει. Αργότερα με την προσθήκη στο θίασο του γιατρού, αναλάμβανε αυτός μέσα από μια πράξη που σατίριζε την ιατρική φροντίδα να θεραπεύσει το γαμπρό και ήταν αυτός που καλούσε την νύφη να φιλήσει το νεκρό. Οπ! Ζωντάνευε μεμιάς ο γαμπρός, η νεκρανάσταση γίνονταν! Ο θίασος χόρευε ξέφρενα για να δείξει την χαρά και το γλέντι συνεχίζονταν. Στη σημερινή εποχή οι πολιτιστικοί σύλλογοι μεταφέρουν το έθιμο στην πλατεία του χωριού όπου εκεί λαμβάνει χώρα και η δραματοποιημένη νεκρανάσταση. Όπως είπαμε τα Ρουγκάτσια πήγαιναν και σε άλλα χωριά. Συχνά τύχαινε δυο θίασοι να διασταυρωθούν στο δρόμο και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα . Ποιος να πρωτοπεράσει από το δρόμο;. Ποιος να υποχωρήσει; Άλλοτε, με τους ψυχραιμότερους τελείωνε το θέμα, άλλοτε όμως αψήφιστα έπαιρνε άσχημη τροπή, γίνονταν μεγάλη συμπλοκή και ο ηττημένος θίασος έπρεπε να περάσει κάτω από τα υψωμένα σπαθιά του νικητή . Πολύ σπάνια η συμπλοκή έπαιρνε μεγάλη έκταση και δυστυχώς σημειώνονταν τραυματισμοί και θύματα. Αφού τελείωνε η διορία ο θίασος συγκεντρώνονταν σε κάποιο καφενείο, με τα φαγώσιμα που είχαν μαζέψει και έστηναν ένα γλέντι μέχρι το ξημέρωμα. Σήμερα το έθιμο έχει περιοριστεί σημαντικά, ευτυχώς όμως τελείται έστω και σε μικρό βαθμό, ενώ οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι αυτοί αναλαμβάνουν να το διασώσουν και να το διατηρήσουν και οι προσπάθειές τους ομολογουμένως, είναι αξιέπαινες
Αλλού είναι μια ομάδα νέων ανθρώπων που φορούν ζωόμορφες μάσκες και ντύνονται δέρματα ζώων και μεγάλα κουδούνια, αλλού έχουν πιο περίτεχνες προσωπίδες και μεταμφιέσεις που διέπονται από αισθητική, αλλού στο θίασο προστίθενται και ανθρώπινοι ρόλοι συνήθως ένα γονιμικό ζευγάρι γαμπρός –νύφη, αλλού οι ρόλοι αυτοί αυξάνονται με την προσθήκη στο θίασο της γιαγιάς του παππού , κοριτσιών, γιατρού, δάσκαλου κλπ οπότε ο θίασος είναι έτοιμος να προχωρήσει κάποιες τελετουργικές δραματοποιήσεις στις οποίες οι ερευνητές εντοπίζουν τη γέννηση του θεάτρου και τις αποκαλούν προαισθητικές μορφές θεάτρου. Αλλού έχει ξεκοπεί εντελώς από το πρωτόγονο παρελθόν και το παγανιστικό πλαίσιο αι έχει καταλήξει να είναι μια γιορτή ήπιων μεταμφιέσεων με σάτιρα, και γλέντι όπως τα Ραγκουτσάρια της Καστοριάς. Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μεταμφιέσεις αναπαριστούν πνεύματα και δυνάμεις της φύσης καθώς και προγονικές ψυχές στα οποία γίνεται επίκληση για να βοηθήσουν στην επερχόμενη νέα καλλιεργητική περίοδο και την καλή σοδειά των δημητριακών. Η προσθήκη κουδουνιών σκοπό έχει να διώξει κάθε κακό και ταυτόχρονα με το θόρυβο και τα πηδήματα να ξυπνήσει το σπόρο σταριού που κοιμάται μέσα στη γη για να αρχίσει να βλαστήσει. Τον ίδιο ευετηριακό σκοπό φαίνεται να υποστηρίζουν και οι θίασοι με ανθρώπινους ρόλους όπου κεντρική θέση έχει το γονιμικό ζευγάρι του γαμπρού και της νύφης. Η λέξη Ρουγκατσάρια φαίνεται πως σχετίζεται με την αρχαιότητα, οι rogatores των Ρωμαίων που γυρίζουν και μαζεύουν φιλοδωρήματα. Η λέξη Λουγκατζάρια σύμφωνα με ορισμένους προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων Λύκος και Κάντζαρος και αποδίδει τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις που συνδυάζονται με την πειρακτική και αλλοπρόσαλλη μορφή των Καλικαντζάρων. Την αρχέγονη ωστόσο μορφή όπου ο θίασος προβαίνει και σε τελετουργικές δραματοποιημένες παραστάσεις, θα την γνωρίσουμε στα Ρουγκατσιάρια της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας στις κοινότητες τω Καραγκούνηδων. Ξεκινούν την 2 ή την 3η ημέρα του Ιανουαρίου και κορυφώνονται τα Φώτα. Συχνά θίασοι θέλοντας να επισκεφθούν όσο γίνεται περισσότερα χωριά βαστούν το έθιμο μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου. Η σύνθεση του θιάσου στον οποίο συμμετέχουν μόνο νέοι άνδρες συνήθως ανύπαντροι έχει ως εξής. Στο κέντρο βρίσκεται ο γαμπρός ντυμένος με φουστανέλα, και η νύφη την οποία υποδύεται ένας όμορφος νέος ντυμένος με την επίσημη νυφική φορεσιά και τα κοσμήματά της. Η νύφη βαστά τσάντα για τα φιλοδωρήματα και μήλο που το παίζει όταν βαδίζει. Στον αντίποδα αυτού του ζευγαριού υπήρχε το ζευγάρι του παππού και της γιαγιάς – βαβάς. Ο παππούς φορά βαριά μάλλινα ρούχα, ο δε άντρας που υποδύεται τη γιαγιά φορά μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και τα μαύρα μάλλινα ρούχα που συνήθιζαν να φορούν οι ηλικιωμένες καραγκούνες. Ο παππούς και η γιαγιά κάνουν χοντροκομμένους αστεϊσμούς και μάλιστα σατιρίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Γύρω τους νέοι με παλιά ανδρικά και γυναικεία ρούχα φορεμένα ανάποδα, με δέρματα ζώων, ζωσμένοι κουδούνια κρατούν ξύλινα σπαθιά κάποτε και αληθινά και αναλαμβάνουν να περιφρουρήσουν το ζευγάρι και ιδιαίτερα τη νύφη, από όποιον τολμήσει να την πειράξει ή να την αρπάξει.. Είναι οι αράπ’δες ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών… «Κάτσι καλά θα σι δώσου στουν Αράπ’» φοβέριζαν παλιά οι μανάδες τα άτακτα παιδιά. Αργότερα στο θίασο προστέθηκαν ο γιατρός , οι κοπέλες-φίλες της νύφης (τις υποδύονται άνδρες) καθώς και πρόσωπα που σατιρίζουν την επικαιρότητα στην σύγχρονη εποχή Απαραίτητος στη συνοδεία ήταν και ρουγκατσιάρης με το γαϊδουράκι ή το μουλάρι όπου εκεί έχε δισάκια και δοχεία για να μαζεύει τις προσφορές σε φαγώσιμα. Ο κάθε θίασος προσπαθούσε να έχει και οργανοπαίκτες στην σύνθεση του για να χορεύουν και να διασκεδάζουν τόσο οι ίδιοι όσο και ο κόσμος όπου πήγαιναν. Οι Ρουγκατσιαραίοι έπρεπε να πάνε σε όλα τα σπίτια του χωριού και μετά σε άλλα γειτονικά χωριά. Μερικοί αψηφούσαν τις άσχημες καιρικές συνθήκες, κρύο, χιόνια, βροχές, λάσπες πήγαιναν και σε μακρινά χωριά. «Σκόνουμάσταν απου δώ απ’ τη Μαγούλα κι έβγινάμι μέχρι την Παραπράστανη (Προάστιο). Κι τι λες ισύ.. Δρόμους πθινά λάσπις και κρύα αλλα μείς δεν έκανάμι πίσω δεν είχαμι τίπουτας άλλου τότις διασκέδαση… Εβλιπάμι κι κουρίτσια σι άλλα χουριά.» Στο δρόμο οι αράπηδες χόρευαν, και πηδούσαν κουνώντας τα σπαθιά και τα κουδούνια τους σαν δαιμονισμένοι και τρόμαζαν τους περαστικούς. Οι θαρραλέοι προσπαθούσαν να πειράξουν τη νύφη, να την τσιμπήσουν, να τη φιλήσουν ακόμα και να την αρπάξουν και τότε γίνονταν μεγάλος καυγάς. Ήταν αβάσταχτη ντροπή για τα Ρουγκάτσια να κλέψουν τη νύφη. Μαθεύονταν σε όλα τα χωριά … Φυσικά δύσκολα τα κατάφερναν να πιάσουν τη νύφη να την «τσακώσουν» αφο’υ τη φρουρούσαν οι αράπηδες. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πηδούσαν και χόρευαν στην αυλή, έκαναν θόρυβο με τα κουδούνια, πείραζαν τον κόσμο, τους χτυπούσαν ελαφρά με τα μεγάλα ξύλινα ραβδιά, τις μαντζιούκες που κρατούσαν έτσι για το καλό για να είναι γεροί για όλη τη χρονιά. Κάποτε έβαζαν το νοικοκύρη ή άλλο μεγάλο άντρα να ξαπλώσει καταγής και να τον πατήσει ο Ρουγκατσιάρης στην πλάτη. Το χαν για καλό… Ακολουθούσαν τα κεράσματα τσίπουρο, κρασί, μεζέδες από τα χοιροσφάγιο συνήθως αλευριά , λουκάνικα, τσιγαρίδες και τηγανιές. Ακόμα κουραμπιέδες καμωμένοι με το λίπος του γουρουνιού. Στον ρουγκατσιάρη που είχε το μουλάρι με τα δοχεία και τα ταγάρια έδιναν τις προσφορές τους, τσιγαρίδες, αλευριά (είδος πηκτής) κομμάτια από το χοιροσφάγιο και γευστικά λουκάνικα. Οι Ρουγκατσιαραίοι όμως δεν περιορίζονταν στις εθελούσιες προσφορές. Φοβεροί και τρομεροί με τα σπαθιά τους άρπαζαν λουκάνικα που τα είχαν κρεμασμένα έξω στο χαγιάτι του σπιτιού για να στεγνώσουν. Έμπαιναν με το ζόρι μέσα στο σπίτι, ανακάτευαν τα πάντα στη κουζίνα και ότι έβρισκαν το άρπαζαν. Ταυτόχρονα όμως είχαν την ευκαιρία να δούν τα κορίτσια του σπιτιού… που κρυφοκοιτούσαν πίσω από τα παραθύρια… Στο χορό που γίνονταν στην αυλή άμα ήθελαν χόρευαν και οι ένοικοι και οι επισκέπτες . Ήαν μια καλή ευκαιρία για τα ανύπαντρα παιδιά να δούν τα κορίτσια και πολλές φορές την επόμενη μέρα αντί για Ρογκατσιάρηδες στο σπίτι ερχόταν ο προξενητής. Παρόλο που τα Ρουγκάτσια έκαναν θόρυβο πείραζαν και άρπαζαν φαγώσιμα ήταν πάντα καλοδεχούμενα και οι παλιοί νοικοκυραίοι όσο φτωχοί και αν ήταν έκαναν το κουμάντο τους ώστε τίποτα να μη λείψει την μέρα που θα έρχονταν Ρουγκατσιάρηδες στο σπίτι. Ανησυχούσαν μη τους ξεχάσουν και δεν περάσουν και από το σπίτι τους και τότε… Αλίμονο δεν θα πήγαινε καλά η χρονιά, η σοδειά δεν θα ήταν καλή, τα ζώα δε θα είχαν παραγωγή… Τι θα γένουνταν με τα παιδιά; Θα έρχονταν προξενιές ή θα ξιαπόμειναν κούτσουρα: Οι φόβοι του αφέντη του σπιτιού που στη θέα και μόνο του τρομερού θιάσου και στα παιχνιδίσματα της νύφης διαλύονταν… Εδώ θα πρέπει να σχολιάσουμε και μια χαρακτηριστική δραματοποιημένη πράξη που την έκαναν αρκετοί θίασοι άλλοτε στα σπίτια που πήγαιναν άλλοτε στο τελικό γλέντι που έστηναν. Σε κάποια στιγμή λιποθυμούσε τάχατες ο γαμπρός και έπεφτε καταγής. Ο θίασος πάγωνε, οι αράπηδες κουνούσαν ανήσυχοι τα κουδούνια τους, ζητούσαν από τη νύφη να διαβεί πάνω από το γαμπρό τρείς φορές παίζοντας το μήλο και να τον φιλήσει. Αργότερα με την προσθήκη στο θίασο του γιατρού, αναλάμβανε αυτός μέσα από μια πράξη που σατίριζε την ιατρική φροντίδα να θεραπεύσει το γαμπρό και ήταν αυτός που καλούσε την νύφη να φιλήσει το νεκρό. Οπ! Ζωντάνευε μεμιάς ο γαμπρός, η νεκρανάσταση γίνονταν! Ο θίασος χόρευε ξέφρενα για να δείξει την χαρά και το γλέντι συνεχίζονταν. Στη σημερινή εποχή οι πολιτιστικοί σύλλογοι μεταφέρουν το έθιμο στην πλατεία του χωριού όπου εκεί λαμβάνει χώρα και η δραματοποιημένη νεκρανάσταση. Όπως είπαμε τα Ρουγκάτσια πήγαιναν και σε άλλα χωριά. Συχνά τύχαινε δυο θίασοι να διασταυρωθούν στο δρόμο και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα . Ποιος να πρωτοπεράσει από το δρόμο;. Ποιος να υποχωρήσει; Άλλοτε, με τους ψυχραιμότερους τελείωνε το θέμα, άλλοτε όμως αψήφιστα έπαιρνε άσχημη τροπή, γίνονταν μεγάλη συμπλοκή και ο ηττημένος θίασος έπρεπε να περάσει κάτω από τα υψωμένα σπαθιά του νικητή . Πολύ σπάνια η συμπλοκή έπαιρνε μεγάλη έκταση και δυστυχώς σημειώνονταν τραυματισμοί και θύματα. Αφού τελείωνε η διορία ο θίασος συγκεντρώνονταν σε κάποιο καφενείο, με τα φαγώσιμα που είχαν μαζέψει και έστηναν ένα γλέντι μέχρι το ξημέρωμα. Σήμερα το έθιμο έχει περιοριστεί σημαντικά, ευτυχώς όμως τελείται έστω και σε μικρό βαθμό, ενώ οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι αυτοί αναλαμβάνουν να το διασώσουν και να το διατηρήσουν και οι προσπάθειές τους ομολογουμένως, είναι αξιέπαινες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου